- φιλιπποτρόφος
- φῐλιπποτρόφος, ον,A fond of keeping horses, Phalar.Ep.77.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλιπποτρόφος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να εκτρέφει άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἱπποτρόφος] … Dictionary of Greek